γίννος

γίννος
και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίννος — ἴννος, ὁ (Α) ο γίννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. τής λ. γίννος*, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus] …   Dictionary of Greek

  • HINNUS — dicitur ex equo et asina genitus, Vatroni l. 2. c. 8. sicut mulus, qui procreatur ex asino et equa. Plin. l. 8. c. 44. Graecis ἵννος, ὕννος, et γίννος, vide supra Ginnus, et infra ubi de Mulabus fecundis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • όνιννος — ὄνιννος, ὁ (Α) είδος παρασίτου που ζει σε θαλάσσια φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν η λ. έχει παραδοθεί σωστά, πιθ. να αποτελεί σύνθ. με α συνθετικό το ὄνος και β συνθετικό τη λ. ἴννος (πιθ. μτγν. τ. τού γίννος «γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”